1) Βάσιμος λόγος απόλυσης (άρθρο 48)
Η θέσπιση του καθολικού δικαιώματος όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο θεμελιώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α’ 5). Με την εν λόγω διάταξη εισήχθη ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, μετατοπίζοντας τη λύση της εργασιακής σχέσης από την απόλυτη πρωτοβουλία του εργοδότη («αναιτιώδης» καταγγελία) στην ανάγκη αιτιολόγησής της με βάση είτε την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζόμενου είτε τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιταγές του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που από την κύρωσή του έχει αποκτήσει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, ενσωματώνονται ρητά στις οικείες διατάξεις του εθνικού μας δικαίου περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 48
Βάσιμος λόγος απόλυσης
Με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α’ 5) κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης (ΑνΕΚΧ), ο οποίος έχει αποκτήσει, από την κύρωσή του, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Μεταξύ των κυρωθεισών διατάξεων συγκαταλέγονται και αυτές του άρθρου 24, σύμφωνα με τις οποίες η διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας περιλαμβάνει το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να ερείδεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας.
Με την ως άνω διάταξη εισήχθη ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της αντικειμενικά δικαιολογημένης καταγγελίας για βάσιμο λόγο, ο οποίος συνδέεται είτε με τη συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου είτε με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Σύμφωνα δε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ), το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ καθιερώνει εξαντλητικά τους λόγους, για τους οποίους ο εργοδότης δύναται να λύσει νόμιμα μια εργασιακή σχέση (ΕΕΚΔ, Δήλωση για την ερμηνεία του άρθρου 24, Συμπεράσματα 2003). Διαφορετικά, η απόλυση θεωρείται αθέμιτη (ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2003, Βουλγαρία και ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2016, Λετονία).
Σε περίπτωση καταγγελίας δίχως βάσιμο λόγο, το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ προβλέπει το δικαίωμα των εργαζομένων σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Μάλιστα, κατά τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η αποζημίωση ή επανόρθωση θα πρέπει αφενός να έχει αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα και αφετέρου να επανορθώνει σε σημαντικό βαθμό τη βλάβη που υπέστη ο εργαζόμενος από την παράνομη απόλυσή του, για το διάστημα από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης έως τη διάγνωση της ακυρότητας (ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2016, Λιθουανία).
Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, το δικαίωμα σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΑνΕΚΧ, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης βάσει του ν. 2112/1920 (Α’ 67) και του ν. 3198/1955 (Α 98). Η τελευταία δεν συνιστά κύρωση για την περίπτωση παράνομης απόλυσης, όπως αξιώνει το άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ, αλλά αναφέρεται σε περιπτώσεις νόμιμης απόλυσης και συνιστά εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας που έχει ως σκοπό -μεταξύ άλλων- να επιστρέψει στον εργαζόμενο μέρος της γενικότερης ωφέλειας που αυτός κατέλιπε στην επιχείρηση με την προσφορά της εργασίας του.
Συναφώς έχει νομολογηθεί ότι η νομοθετικά προβλεπόμενη ακυρότητα της απόλυσης που δεν στηρίζεται σε βάσιμο λόγο και συνακόλουθα η αξίωση αποδοχών υπερημερίας και το δικαίωμα επαναπασχόλησης του ακύρως απολυθέντος συνιστούν επαρκή αποζημίωση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΑνΕΚΧ, δίχως να απαιτείται σωρευτικά πρόσθετη χρηματική αποζημίωση για την παράνομη απόλυση (ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2003, Βουλγαρία, ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2012, Σλοβακία, ΕΕΚΔ, Συμπεράσματα 2016, Φιλανδία).
Όπως γίνεται αντιληπτό, με την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το καθεστώς της «αναιτιώδους» καταγγελίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955, δεν είναι συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο που εγγυάται το υπέρτερης τυπικής ισχύος άρθρο 24 του ΑνΕΚΧ. Με το δεδομένο αυτό και με σκοπό αφενός την άρση οποιασδήποτε αμφισβήτησης και αφετέρου την ορθή αποτύπωση των ανωτέρω αρχών στους εθνικούς κανόνες που διέπουν την καταγγελία, με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται ρητά στο δίκαιο της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου η πρόβλεψη ότι, για την εγκυρότητα της καταγγελίας, απαιτείται, πέραν των λοιπών προϋποθέσεων, και η συνδρομή βάσιμου λόγου για την καταγγελία, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ΑνΕΚΧ. Αποσαφηνίζονται, λοιπόν, τα ισχύοντα ήδη από την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016. Σημειώνεται ότι, για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρέχεται ήδη ενισχυμένη προστασία, που ικανοποιεί τις προβλέψεις του άρθρου 24 του ΑνΕΚΧ, καθώς η πρόωρη λύση τους είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, κατά το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικα.
Παράλληλα, με την ανωτέρω πρόβλεψη ικανοποιούνται και οι επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων ως προς την έννοια και το περιεχόμενο του δικαιώματος των εργαζομένων σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση, σε περίπτωση απόλυσης δίχως βάσιμο λόγο, Ειδικότερα, η απόλυση που δεν ερείδεται σε βάσιμο λόγο δεν είναι έγκυρη, ενώ με την επερχόμενη ακυρότητα της καταγγελίας, οι εργαζόμενοι αποκτούν το δικαίωμα επαναπασχόλησης στον εργοδότη που κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και συγχρόνως διατηρούν το δικαίωμα καταβολής του μισθού τους (μισθοί υπερημερίας).
Τέλος, διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εγκυρότητας της καταγγελίας, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των οικείων προϋποθέσεων φέρει ο εργοδότης. Πρόκειται για κατανομή του βάρους απόδειξης που ήδη γίνεται δεκτή και είναι σε συμφωνία με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ, Δήλωση για την ερμηνεία του άρθρου 24, Συμπεράσματα 2008).
Σχετικό άρθρο νομοσχεδίου
Άρθρο 48
Βάσιμος λόγος απόλυσης
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α’ 98) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α’ 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης.»
2) Ο εργοδότης που εκτελεί οικοδομική εργασία ή τεχνικό έργο, υποχρεούται να αναγγέλλει ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» αντί στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα του ΣΕΠΕ (ΟΠΣ-ΣΕΠΕ) που ισχύει σήμερα, το απασχολούμενο προσωπικό, πριν από την έναρξη κάθε ημερήσιας απασχόλησης. Επανακαθορίζεται το νομοθετικό πλαίσιο των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται στον εργοδότη, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. (άρθρο 59)
Ηλεκτρονική αναγγελία του απασχολούμενου προσωπικού επί εκτέλεσης οικοδομικής εργασίας ή τεχνικού έργου στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η ηλεκτρονική αναγγελία του απασχολούμενου προσωπικού επί εκτέλεσης οικοδομικής εργασίας ή τεχνικού έργου, που προβλέπεται στο άρθρο 37 του ν. 4488/2017 (Α’ 137), θα λαμβάνει χώρα στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» (ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ) αντί του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ΣΕΠΕ (ΟΠΣ-ΣΕΠΕ), που προβλέπεται σήμερα. Το ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ έχει πλέον ενδυναμωθεί τεχνικά και έχει εκσυγχρονιστεί με τη δυνατότητα λήψης πληροφοριών και καταχώρισης δεδομένων μέσω μηνυμάτων κινητής τηλεφωνίας (sms) και σχετικών εφαρμογών, τεχνολογικά δεδομένα που δικαιολογούν, στην προκειμένη περίπτωση, την προτίμησή του έναντι του ΟΠΣ-ΣΕΠΕ.
Σχετικό άρθρο νομοσχεδίου
Άρθρο 59
Αναγγελία του απασχολούμενου προσωπικού επί εκτέλεσης οικοδομικής εργασίας ή τεχνικού έργου στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ
Η εσωτερική παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 4488/2017 (Α’ 137) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Εργοδότης που εκτελεί οικοδομική εργασία ή τεχνικό έργο, υποχρεούται να αναγγέλλει ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» το απασχολούμενο προσωπικό, πριν από την έναρξη κάθε ημερήσιας απασχόλησης. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 5 του ν. 4554/2018 (Α’ 130).»
3) Ρητή θέσπιση συνεπειών για τη περίπτωση της μη τήρησης του έγγραφου τύπου για τη μερική απασχόληση και την εκ περιτροπής εργασίας
Μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία
Με το άρθρο 38 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο η δυνατότητα εργαζομένου και εργοδότη και συμφωνήσουν, τόσο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας όσο και κατά τη διάρκεια της, την παροχή εργασίας με μερική απασχόληση. Εν συνεχεία, με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 (Α’ 205), προστέθηκε και η δυνατότητα συμφωνίας για παροχή εκ περιτροπής εργασίας αλλά και η δυνατότητα μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας του εργοδότη.
Τόσο για τη συμφωνία μερικής απασχόλησης ή παροχής εκ περιτροπής εργασίας όσο και για τη μονομερή απόφαση του εργοδότη για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η τήρηση του έγγραφου τύπου, ο οποίος έχει συστατικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η μη τήρησή του έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμφωνίας περί μερικής απασχόλησης ή της συμφωνίας ή απόφασης παροχής εκ περιτροπής εργασίας. Παράλληλα, ως πρόσθετη προϋπόθεση για την εγκυρότητα των εν λόγω συμφωνιών ή αποφάσεων, τίθεται και η γνωστοποίησή τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτιση ή τη λήψη τους.
Ωστόσο, παρά την ακυρότητα των σχετικών συμφωνιών ή αποφάσεων σε περίπτωση μη τήρησης των ανωτέρω προϋποθέσεων, δεν ορίζονται στο νόμο οι συνέπειες της επερχόμενης ακυρότητας επί της εργασιακής σχέσης καθαυτής. Η μόνο αναφορά στο νόμο αφορά την περίπτωση μη γνωστοποίησης της συμφωνίας μερικής απασχόλησης στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία συνεπάγεται την κατά τεκμήριο ύπαρξη σχέσης εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Για την κάλυψη του ανωτέρω κενού και για την ενιαία αντιμετώπιση της μη τήρησης των προϋποθέσεων εγκυρότητας που τίθενται στο άρθρο 38 του ν. 1892/1990, με τις διατάξεις του παρόντος, ορίζεται ρητά ότι σε περίπτωση μη τήρησης του έγγραφου τύπου ή μη γνωστοποίησης της συμφωνίας ή απόφασης στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του εργαζομένου.
Άρθρο 50
Μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία
1. To τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή αν η συμφωνία ή η απόφαση του εργοδότη δεν γνωστοποιηθούν εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού.»
4) Προβλέπεται ότι, από 1-7-2019:
– οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο αντίστοιχος φόρος στον οποίο υπόκεινται, κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του Δημοσίου,
– οι αποζημιώσεις και οι ασφαλιστικές εισφορές των μαθητευόμενων, σπουδαστών και φοιτητών που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση ή μαθητεία σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, κατατίθενται από τις επιχειρήσεις μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των ανωτέρω δικαιούχων και των Φ.Κ.Α. με οποιονδήποτε τρόπο. (άρθρα 51-52)
Άρθρο 51
Υποχρέωση καταβολής μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης απόλυσης
Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από 1.7.2019 οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο αντίστοιχος φόρος της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του Δημοσίου.»
Άρθρο 52
Υποχρέωση καταβολής μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης και των ασφαλιστικών εισφορών των πρακτικώς ασκούμενων και των μαθητευόμενων
1. Από 1.7.2019 οι αποζημιώσεις και οι ασφαλιστικές εισφορές των μαθητευόμενων, σπουδαστών και φοιτητών που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση ή μαθητεία σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, όπου προβλέπονται, κατατίθενται από τις επιχειρήσεις μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των ανωτέρω δικαιούχων και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης με οποιονδήποτε τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, κάθε υπόχρεη επιχείρηση υπογράφει σχετική σύμβαση με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που επιλέγει.
2. Η μη τήρηση της υποχρέωσης της παρ. 1 συνεπάγεται τη διακοπή της σύμβασης μαθητείας ή πρακτικής άσκησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και τον αποκλεισμό των επιχειρήσεων από τα προγράμματα μαθητείας και πρακτικής άσκησης για δύο (2) έτη
Σχετικά άρθρα νομοσχεδίου
Άρθρο 51
Υποχρέωση καταβολής μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης απόλυσης
Με την παρ. 10 του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) εισήχθη από 1.7.2016 η υποχρέωση για την καταβολή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα. Η ρύθμιση αυτή έχει συμβάλει αποφασιστικά στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων και στον πληρέστερο έλεγχο των υποχρεώσεων των εργοδοτών ως προς την καταβολή του οφειλόμενου μισθού και των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, η υποχρεωτική καταβολή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών θα καταλαμβάνει πλέον και την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ώστε να ελέγχεται πληρέστερα η τήρηση και της εν λόγω υποχρέωσης των εργοδοτών.
Άρθρο 52
Υποχρέωση καταβολής μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης και των ασφαλιστικών εισφορών των πρακτικώς ασκούμενων και των μαθητευόμενων
Με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται η γενική υποχρέωση καταβολής μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών της αποζημίωσης και των ασφαλιστικών εισφορών των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση ή μαθητεία σε οποιαδήποτε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα. Οι επιχειρήσεις καταθέτουν μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών τα αναλογούντα ποσά, τα οποία μεταφέρονται στο λογαριασμό του πρακτικώς ασκούμενου ή μαθητευόμενου και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αντίστοιχα.
Ήδη, με την παρ. 10 του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), η εν λόγω υποχρέωση ισχύει από 1.7.2016 για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα και έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και στον πληρέστερο έλεγχο των υποχρεώσεων των εργοδοτών.
Με την καθιέρωση της ίδιας υποχρέωσης και για τους πρακτικώς ασκούμενους και τους μαθητευόμενους, καθίσταται ομοίως ευχερέστερος ο έλεγχος της τήρησης της νομοθεσίας για την πρακτική άσκηση και τη μαθητεία, καθώς και της τήρησης των όρων της σχετικής σύμβασης μαθητείας που συνάπτεται μεταξύ των μερών. Παράλληλα, η προτεινόμενη ρύθμιση συμβάλλει στον περιορισμό των παραβάσεων στον τομέα της πρακτικής άσκησης και της μαθητείας, επιτυγχάνοντας την αναβάθμιση του θεσμού και τη βελτίωση των συνθηκών απασχόλησης των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών.
5) Στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ αναγγέλλεται από τους εργοδότες, ο αριθμός κυκλοφορίας μοτοποδηλάτου η μοτοσυκλέτας που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι τους κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων. (άρθρο 55)
Άρθρο 55
Καταχώριση οχημάτων για τη μεταφορά και διανομή προϊόντων και αντικειμένων στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ
Με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται υποχρέωση των εργοδοτών να αναγγέλλουν στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» (ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ) τον αριθμό κυκλοφορίας των μοτοποδηλάτων ή μοτοσυκλετών, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α’ 57), που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι κατά την εκτέλεση της εργασίας τους για τη μεταφορά και διανομή προϊόντων και αντικειμένων. Με τη ρύθμιση αυτή, επιδιώκεται η διενέργεια αποτελεσματικότερων ελέγχων, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για αυτή την κατηγορία εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως αυτών που αφορούν στην υγεία και ασφάλεια στην εργασία.
Σχετικό άρθρο νομοσχεδίου
Άρθρο 55
Καταχώριση οχημάτων για τη μεταφορά και διανομή προϊόντων και αντικειμένων στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ
1. Όταν, κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α’ 57), για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων, ο εργοδότης αναγγέλλει στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που γνωστοποιούνται και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
3. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την έκδοση της απόφασης της παρ. 2.
6) Προβλέπεται εφεξής από πλευράς του εργοδότη:
i) Η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, όταν οι εργαζόμενοι κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής του εργοδότη, για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων, ώστε τα οχήματα να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα και συντηρημένα προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία τους.
ii) Ο εφοδιασμός με τον κατάλληλο εξοπλισμό προστασίας των εργαζόμενων που χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής δικής του ή των εργαζομένων κατά την εκτέλεση της εργασίας τους για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων.
iii) Η καταβολή πρόσθετης μηνιαίας αποζημίωσης χρήσης και συντήρησης του οχήματος που ισούται τουλάχιστον με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του νόμιμου κατώτατου μηνιαίου μισθού ή της αντίστοιχης προκύπτουσας αναλογίας σε περίπτωση μερικής απασχόλησης, όταν ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί μεταφορικό μέσο δικής του ιδιοκτησίας νομής ή κατοχής. Η αποζημίωση αυτή δεν υπόκειται σε κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών και καταβάλλεται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών.
β. Σε περίπτωση που ο εργοδότης, δεν τηρεί τα προβλεπόμενα αναφορικά με την ασφάλεια των ως άνω εργαζομένων καθώς και την καταβολή πρόσθετης μηνιαίας αποζημίωσης χρήσης και συντήρησης του οχήματος, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες κυρώσεις της κείμενης νομοθεσίας (επιβολή χρηματικού προστίμου, φυλάκιση κ.λπ.). (άρθρο 56)
Διατάξεις για την υγεία και την ασφάλεια κατά τη διανομή και μεταφορά προϊόντων και αντικειμένων
Η προτεινόμενη διάταξη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες και επισφαλείς συνθήκες κάτω από τις οποίες απασχολούνται οι εργαζόμενοι, οι οποίοι για τη μεταφορά και διανομή προϊόντων και αντικειμένων, ιδίως στους κλάδους του επισιτισμού και της ταχυδρόμησης αλλά και σε κάθε άλλη δραστηριότητα, χρησιμοποιούν μοτοσυκλέτα ή μοτοποδήλατο, στοχεύει να ρυθμίσει το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το ζήτημα της υγείας και της ασφάλειας τους.
Η επαγγελματική δραστηριότητα των εν λόγω εργαζομένων ενέχει επί της αρχής πολλαπλούς και σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία τους δεδομένου ότι ο αναβάτης και οδηγός των συγκεκριμένων οχημάτων είναι εξαιρετικά εκτεθειμένος σωματικά και σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος ο τραυματισμός του αναμένεται να είναι σφοδρότερος από τον τραυματισμό οδηγών άλλων οχημάτων. Όταν δε η οδήγηση των οχημάτων αυτών λαμβάνει χώρα συστηματικά στα πλαίσια της παροχής εργασίας και κάτω από συνθήκες εντατικοποίησης, φόρτου εργασίας και ψυχολογικής πίεσης, ο κίνδυνος τροχαίου ατυχήματος αυξάνεται.
Στα πλαίσια πρόληψης και μείωσης των τροχαίων ατυχημάτων που αφορούν τη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων και της αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου, κρίνεται επιβεβλημένη η παρέμβαση σε τέσσερα βασικά επίπεδα: στη συντήρηση του οχήματος, στον καθορισμό του είδους του εξοπλισμού προστασίας που πρέπει να φέρουν οι ανωτέρω εργαζόμενοι, στις προδιαγραφές και στα τεχνικά χαρακτηριστικά του προσαρτώμενου αποθηκευτικού χώρου στα οχήματα και στην εκπόνηση πρότυπης γραπτής εκτίμησης του επαγγελματικού κινδύνου.
Προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων χωρίς να επιβαρύνονται οι ίδιοι οικονομικά ορίζεται ρητά ότι ο εξοπλισμός προστασίας σε κάθε περίπτωση χορηγείται με ευθύνη του εργοδότη και τα μέτρα ορθής συντήρησης λαμβάνονται με επιμέλεια, ευθύνη και δαπάνη του εργοδότη όταν το όχημα που χρησιμοποιείται ανήκει στην δική του ιδιοκτησία, νομή ή κατοχή. Επιπροσθέτως, γίνεται ρητή πρόβλεψη για την υποχρέωση ενημέρωσης των εργαζομένων σχετικά με την ορθή χρήση του εξοπλισμού προστασίας, ώστε αυτός να χρησιμοποιείται με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο.
Παράλληλα, όταν το όχημα που χρησιμοποιείται ανήκει στην ιδιοκτησία, νομή ή κατοχή των εργαζόμενων καθιερώνεται η υποχρέωση καταβολής εκ μέρους των εργοδοτών μηνιαίας αποζημίωσης χρήσης και συντήρησης του μοτοποδηλάτου ή της μοτοσυκλέτας ποσού ίσου τουλάχιστον προς το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού. Σκοπός της παραπάνω πρόβλεψης είναι αφενός να διασφαλίζεται η συντήρηση του οχήματος για την πρόληψη τροχαίων ατυχημάτων που λαμβάνουν χώρα λόγω πλημμελούς συντήρησης και αφετέρου να προστατεύεται ο μισθός της ανωτέρω κατηγορίας εργαζομένων ώστε να μην υπολείπεται από τα κατώτατα καθορισμένα όρια, όπως αυτά ορίζονται σε νόμο ή σσε ή από τον συμβατικά καθορισμένο μισθό. Εξάλλου, από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από τον νόμο ή τη σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Αυτονόητο είναι ότι σε περίπτωση που τα έξοδα χρήσης και συντήρησης των ανωτέρω οχημάτων υπερβαίνουν το ποσό που ορίζεται στην προτεινόμενη ρύθμιση, ο εργοδότης οφείλει παρομοίως να τα καλύψει με δική του δαπάνη. Τέλος, για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της καταβολής της ανωτέρω αποζημίωσης από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα προτείνεται η υποχρεωτική καταβολή της μέσω λογαριασμού πληρωμών.
Για την ουσιαστική αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης ρύθμισης, προτείνεται η επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που υπέχει από τις διατάξεις της προτεινόμενης ρύθμισης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται ήδη στα άρθρα 24 και 28 του ν. 3996/2011 (Α’ 170). Τέλος, για λόγους ασφάλειας δικαίου, με την προτεινόμενη ρύθμιση οριοθετούνται σαφώς οι αρμοδιότητες μεταξύ των ελεγκτικών οργάνων του ΣΕΠΕ, όσον αφορά τον έλεγχο των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εργοδότες από την προτεινόμενη ρύθμιση. Επισημαίνεται ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση δεν θίγονται διατάξεις τις κείμενης νομοθεσίας σχετικά με τη μέριμνα για την εφαρμογή του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και των λοιπών διατάξεων που σχετίζονται με την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων και σχετικά με τη διερεύνηση των τροχαίων ατυχημάτων από τις αρμόδιες διευθύνσεις και τμήματα της τροχαίας αστυνόμευσης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά ισχύει επιπρόσθετα με αυτές.
Σχετικό άρθρο νομοσχεδίου
Άρθρο 56
Διατάξεις για την υγεία και την ασφάλεια κατά τη διανομή και μεταφορά προϊόντων και αντικειμένων
1. Όταν, κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999), ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής του εργοδότη, για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων, ο εργοδότης λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα οχήματα να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα και συντηρημένα προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία τους.
Ο εργοδότης εφοδιάζει με τον κατάλληλο εξοπλισμό προστασίας τους εργαζόμενους που χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής δικής του ή των εργαζομένων κατά την εκτέλεση της εργασίας τους για τη μεταφορά ή διανομή προϊόντων και αντικειμένων. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 4, ως κατάλληλος εξοπλισμός προστασίας ορίζεται το προστατευτικό κράνος, όπως αναφέρεται στην παρ. 6 του άρθρου 12 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999), πανωφόρι κατάλληλο για την προστασία του αναβάτη του μοτοποδηλάτου ή της μοτοσυκλέτας, αδιάβροχη προστασία, γάντια και ανακλαστικό γιλέκο.
Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στην διάθεσή τους επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό προστασίας της παρ. 2. Οι πληροφορίες και γραπτές οδηγίες πρέπει να είναι διαθέσιμες μέσα στην επιχείρηση ή εγκατάσταση και να είναι κατανοητές για τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Προστασίας του Πολίτη και Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται τα πιστοποιητικά και τα προβλεπόμενα λοιπά έγγραφα που οφείλει να διαθέτει ο εργοδότης σχετικά με την ορθή συντήρηση των οχημάτων της παρ. 1, το είδος και οι προδιαγραφές του εξοπλισμού προστασίας της παρ. 2, οι προδιαγραφές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προσαρτώμενου αποθηκευτικού χώρου στα οχήματα της παρ. 1, ο φορέας πιστοποίησης της ευστάθειας του οχήματος, η πρότυπη γραπτή εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου για τις δραστηριότητες της παρ. 1 και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Τα προβλεπόμενα στο παρόν μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται την οικονομική επιβάρυνση των εργαζομένων αλλά επιβαρύνουν εξ ολοκλήρου τον εργοδότη.
Αρμόδια όργανα για την εφαρμογή των παρ. 1 έως 5 είναι οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία και οι Ειδικοί Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του ΣΕ Π Ε. Στους εργοδότες που παραβαίνουν τις διατάξεις των παρ. 1 έως 5, επιβάλλονται οι κυρώσεις των άρθρων 24 και 28 του ν. 3996/2011 (Α’170).
Όταν οι εργαζόμενοι της παρ.1 χρησιμοποιούν μοτοποδηλάτο ή μοτοσυκλέτα δικής τους ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής, ο εργοδότης καταβάλλει πρόσθετη μηνιαία αποζημίωση χρήσης και συντήρησης του οχήματος που ισούται τουλάχιστον με το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του νόμιμου κατώτατου μηνιαίου μισθού ή της αντίστοιχης προκύπτουσας αναλογίας σε περίπτωση μερικής απασχόλησης. Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών. Η αποζημίωση καταβάλλεται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών , αποδίδεται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των εργαζομένων και αποτυπώνεται διακριτά στα χορηγούμενα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών.
8. Αρμόδια όργανα για την εφαρμογή της παρ. 7 είναι οι Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων και οι Ειδικοί Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων του ΣΕΠΕ. Στους εργοδότες που παραβαίνουν τις διατάξεις της παρ. 7 επιβάλλονται οι κυρώσεις των άρθρων 24 και 28 του ν. 3996/2011.
7) Επικαιροποιείται το υφιστάμενο πλαίσιο, περί ποινικής ευθύνης όσων παρεμποδίζουν τη διενέργεια ελέγχων, ώστε στην αντικειμενική υπόσταση του τυποποιούμενου εγκλήματος, να εμπίπτουν, όχι μόνο οι περιπτώσεις παρεμπόδισης της εισόδου των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων και οι περιπτώσεις άρνησης παροχής ή παροχής ψευδών πληροφοριών και στοιχείων, αλλά και όλες οι εν γένει συμπεριφορές που συνιστούν παρεμπόδιση του ελεγκτικού τους έργου. (άρθρα 61 και 62)
Εξαίρεση υπαλλήλων του ΣΕΠΕ και του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης από την αυτόφωρη διαδικασία
Με την προτεινόμενη διάταξη προστίθεται νέο εδάφιο στην παρ. 7 του άρθρου 17 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) και προβλέπεται ότι για τα αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση και φέρεται ότι διαπράχθηκαν από υπαλλήλους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ή με αφορμή την άσκησή τους, για τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί σύλληψης του δράστη και τήρησης της αυτόφωρης διαδικασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 275, 409-413 και 417-424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η προστασία των εν λόγω υπαλλήλων από την υποβολή αβάσιμων και προσχηματικών εγκλήσεων σε βάρος τους και η διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, καθώς παρατηρούνται φαινόμενα καταχρηστικής κίνησης της ποινικής διαδικασίας σε βάρος Επιθεωρητών Εργασίας, με κύριο σκοπό τον εκφοβισμό τους και την εν τέλει παρεμπόδιση άσκησης των ελεγκτικών και λοιπών καθηκόντων τους.
Αντίστοιχες διατάξεις υπάρχουν ήδη στην κείμενη νομοθεσία για την προστασία των δικαστικών επιμελητών (άρθρο 89 παρ. 3 του ν. 2318/1995, Α’ 126), των αστυνομικών, λιμενικών και πυροσβεστικών υπαλλήλων και των δασικών υπαλλήλων της παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 1845/1989 (Α’ 102) ή των υπαλλήλων των κλάδων ΥΕ Δασοφυλάκων και ΔΕ Γεωτεχνικών Δασοφυλάκων που μετατάχθηκαν στις Δασικές Υπηρεσίες από την Ελληνική Αγροφυλακή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του ν. 3938/2011 (Α’ 61) (άρθρο 19 του ν. 4058/2012, Α’ 63), καθώς και των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ (άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4389/2016, Α’ 94).
Άρθρο 62
Κυρώσεις σε περίπτωση παρεμπόδισης ελέγχων του ΣΕΠΕ
Έργο και αποστολή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Ο έλεγχος ιδίως της τήρησης της εργατικής νομοθεσίας αναφορικά με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, την ασφαλιστική κάλυψη και την παράνομη απασχόλησή τους, επιτυγχάνεται κατά βάση με τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στους χώρους εργασίας.
Ωστόσο, επειδή στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα παρεμπόδισης και διακοπής της διενέργειας του ελέγχου από τους Επιθεωρητές Εργασίας και λοιπούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του ΣΕΠΕ που τους συνδράμουν, η οποία δεν συνίσταται μόνο στην παρεμπόδιση εισόδου τους, στην άρνηση παροχής ή στην παροχή ψευδών πληροφοριών και στοιχείων, πράξεις οι οποίες είναι ποινικά κολάσιμες δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (Α’ 189), αλλά εμφανίζεται και με άλλες συμπεριφορές και πρακτικές, με την προτεινόμενη ρύθμιση σκοπείται η ανάσχεση των περιστατικών αυτών και η διευκόλυνση και ενίσχυση του πολύ σημαντικού και αναγκαίου για το δημόσιο συμφέρον έργου τους.
Ειδικότερα, με την προτεινόμενη ρύθμιση, επικαιροποιείται το υφιστάμενο πλαίσιο περί ποινικής ευθύνης όσων παρεμποδίζουν τη διενέργεια ελέγχων, ώστε στην αντικειμενική υπόσταση του τυποποιούμενου εγκλήματος να εμπίπτουν, όχι μόνο οι περιπτώσεις παρεμπόδισης της εισόδου των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων και οι περιπτώσεις άρνησης παροχής ή παροχής ψευδών πληροφοριών και στοιχείων, αλλά και όλες οι εν γένει συμπεριφορές που συνιστούν παρεμπόδιση του ελεγκτικού τους έργου. Παράλληλα, χάριν νομοθετικής ενότητας, καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (Α’ 189) και οι περιγραφόμενες εκεί ποινικά κολάσιμες πράξεις, ήτοι η παρεμπόδιση εισόδου των ελεγκτικών οργάνων του Υπουργείου και η άρνηση παροχής ή η παροχή ψευδών πληροφοριών ή στοιχείων, εντάσσονται σε μία ενιαία παράγραφο με την καθιέρωση ως ποινικά κολάσιμης της με οποιοδήποτε τρόπο παρεμπόδισης ή διακοπής της διενέργειας του ελέγχου.
Σχετικά άρθρα νομοσχεδίου
Άρθρο 61
Εξαίρεση των υπαλλήλων του ΣΕΠΕ και του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης από την αυτόφωρη διαδικασία
Στο τέλος της παρ. 7 του άρθρου 17 του ν. 3996/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τα αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση και φέρεται ότι διαπράχθηκαν από υπαλλήλους του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, για τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 275, 409 έως 413 και 417 έως 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
Άρθρο 62
Κυρώσεις σε περίπτωση παρεμπόδισης ελέγχων του ΣΕΠΕ
1. Στο άρθρο 28 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας, ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2336/1995 (Α’ 189) καταργείται.
Πηγή: taxheaven.gr